- στρατεύσιμος
- -η, -ο / στρατεύσιμος, -ον, ΝΑ [στράτευσις]1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.)2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος(για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητείανεοελλ.(νομ.) ο υποκείμενος σε στράτευση κατά τις διατάξεις τού περί στρατολογίας νόμουαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ στρατεύσιμονα) στρατιωτικός μισθόςβ) πληρωμή για εξαγορά τής στρατιωτικής θητείας.
Dictionary of Greek. 2013.